Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Επίσκεψη στην αναδρομική έκθεση του Γιάννη Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς


Σήμερα, Κυριακή, 24 Ιανουαρίου 2010, βρήκα την ευκαιρία να αφιερώσω το κρύο αυτό πρωινό στην αναδρομική έκθεση του Γιάννη Τσαρούχη που διοργανώνει το Μουσείο Μπενάκη μαζί με το Ίδρυμα Τσαρούχη και χορηγεί, αν δεν κάνω λάθος, η Τράπεζα Κύπρου, στο κτίριο του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Πειραιώς.

Πρόκειται πραγματικά για μια συγκλονιστική εμπειρία τόσο για τους φιλότεχνους όσο και για οποιονδήποτε έχει την τύχη να περάσει αυτές τις μέρες από το Μουσείο, είτε έχει σχέση με τις τέχνες, είτε όχι. Είναι μια πραγματικά παιδευτική εμπειρία και πνευματική πρόκληση να θαυμάσεις τόσα πολλά έργα του μεγάλου μας αυτού ζωγράφου (περίπου 670!!!), στον ίδιο χώρο. Ακόμα και η απλή χρονολογική παράθεση των έργων στην αίθουσα κάνει και τον πιο ανίδεο να συνειδητοποιήσει την πορεία και την εξέλιξη του καλλιτέχνη, τις διάφορες εποχές του, τις προκλήσεις και εμπνεύσεις του και να αποκτήσει μια συνολική εικόνα για το έργο του. Και πραγματικά θεωρώ ότι αυτή η έκθεση, μαζί με την έκθεση του Κωνσταντίνου Βολανάκη, στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος είναι τα πιο σημαντικά εικαστικά γεγονότα που καλημερίζουν την νέα δεκαετία (ακόμα και σε μέρες κρίσης).

Σημαντικές αναλύσεις της ζωής και του έργου του συμπεριλαμβάνονται στο κατάλογο της έκθεσης(= 50 €), ο οποίος μου έκανε μεγάλη εντύπωση, παρόλο που δεν τον έχω ακόμα μελετήσει αρκετά ώστε να έχω ολοκληρωμένη εικόνα και άποψη. Στον κατάλογο αυτό, για πρώτη φορά επιχειρούνται και πρωτότυπες προσεγγίσεις για την ερωτική ζωή του Τσαρούχη και το πώς αυτή τον ενέπνευσε στην καλλιτεχνική του πορεία.


Δεν θα γράψω κάτι σχετικά με την ζωή και το έργο του καλλιτέχνη, άλλωστε έχουν γραφεί τόσα πολλά. Αυτό που έχω να συμπληρώσω είναι ότι αυτή η έκθεση και το γεγονός ότι διοργανώνεται από το Μουσείο Μπενάκη (το οποίο πλέον, είτε από το προσεγμένο και ποιοτικό έργο του, είτε από το έξυπνο μάρκετινγκ και έναν εξασφαλισμένο προϋπολογισμό έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του κοινού) απενοχοποιεί τον Τσαρούχη και το έργο του που θα έλεγα ότι θεωρούνταν από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας του 2010 «απαγορευμένη» ή «ένοχη» τέχνη.

Άλλωστε, όπως είχα κάποτε πει για την λογοτεχνία σε ένα βραβείο που μου απέδωσαν για ένα διήγημά μου, η τέχνη γενικότερα αποτελεί το πιο υγιές περιβάλλον για να εκτονώσουμε με ασφάλεια κάθε απωθημένο μας, κάθε μίσος και πάθος, δίχως συνέπειες άμεσες (μέχρι να εκτεθούμε βεβαίως στο κοινό μας). Μισούμε κάποιον; Tον σκοτώνουμε στο λογοτεχνικό μας έργο. Μας αρέσει κάποιος; Tον σέρνουμε σαν πρωτόγονοι άνθρωποι, από τα μαλλιά, στον πίνακά μας. Κάπως έτσι, και ο Τσαρούχης, νοιώθω ότι βρίσκει διέξοδο στην τέχνη. Και τα συναισθήματά του φαίνεται να είναι τόσο έντονα που δημιουργούν μερικά από τα καταπληκτικότερα έργα της ελληνικής ζωγραφικής, άσχετα με το αν συμφωνούμε με τα θέματα και τις προτιμήσεις του ή όχι. Είναι αυτό που μου λείπει από τα σύγχρονη ελληνική ζωγραφική, το συναίσθημα, και ίσως είναι αλήθεια ότι δίχως καταπίεση, απαγόρευση, κατάθλιψη, μελαγχολία, ερωτική απογοήτευση, δυστυχία, αξιόλογη τέχνη δεν υπάρχει.

Αυτά για το συναισθηματικό μέρος της οπτικής μου για την έκθεση για τον Τσαρούχη, που δεν πρέπει να χάσει κανείς. Για την επαγγελματική μου οπτική, είναι εμφανής η παντελής έλλειψη μουσειολογικής θεώρησης, μουσειογραφικής διήγησης και επιμέλειας μουσειολόγου. Δεν γνωρίζω αν τελικά συνεργάστηκε μουσειολόγος στην ομάδα που έστησε την έκθεση (δεν οφείλουμε να γνωρίζουμε την ιδιότητα των συντελεστών από την απλή παράθεση των ονομάτων τους στον κατάλογο) αλλά ακόμα και αν υπήρξε στην ομάδα μουσειολόγος, κανένας δεν άκουσε την άποψή του (και μην αμφιβάλετε, αν είσαι απλά ένας υπάλληλος – μουσειολόγος, πώς θα επιβάλεις την άποψή σου;).

Στην έκθεση δυστυχώς λείπει μια ξεκάθαρη πορεία για το κοινό, ξεκάθαρες και ουσιαστικές ενότητες, χώροι ξεκούρασης (ήταν λίγο εξοντωτική, ειδικά σε συνθήκες συνωστισμού που βρέθηκα εγώ, και δεν θεωρώ ότι το καφέ/εστιατόριο του Μουσείου Μπενάκη έχει ανάγκη την εξόντωση του κοινού για να δουλέψει) και δεν υπάρχει μία συνέχεια του μέρους της έκθεσης του ισογείου με τον πρώτο όροφο. Γενικά η συνέχεια της έκθεσης στον όροφο αντιμετωπίζεται υποδεέστερα. Η προβληματική έγγραφη πληροφόρηση της έκθεσης δυσχεραίνεται στον πιο χαμηλό φωτισμό του ορόφου (δεν υπάρχει περίπτωση να διαβάσεις τα καρτελάκια εκεί δίχως να πλησιάσεις στα δέκα εκατοστά). Και είναι κρίμα που ένα Μουσείο Μπενάκη, με σχετικά πιο εύκολες χρηματοδοτήσεις από την πολιτεία (ειδικά τώρα) και πιο εύκολες χορηγίες από τον ιδιωτικό τομέα, να μην κάνει ένα βήμα για την στήριξη της δουλειάς του μουσειολόγου, που μόνο κέρδος έχει να του προσδώσει. Διότι αν δεν έχει ένα Μουσείο Μπενάκη χρήματα να πληρώσει τον μισθό ενός μουσειολόγου, ποιό μουσείο θα έχει από αυτά που κινδυνεύουν να κλείσουν από υποχρηματοδότηση; Και είναι μια ασέβεια για τον επισκέπτη να αδιαφορείς για την άποψή του, ακόμα και αν δεν την έχεις ανάγκη, και να μην βάζεις ένα βιβλίο επισκεπτών σε μια τέτοια έκθεση. Αυτά είναι σε γενικές γραμμές οι λόγοι που στεναχώρησαν σε αυτό το μεγάλο εικαστικό γεγονός που εξαιτίας του θέματός του και του πλούτου των έργων (δυστυχώς μόνο) θα θυμόμαστε για χρόνια.








2 σχόλια:

  1. Καλησπέρα.
    Επισκέφτηκα και εγώ την έκθεση την προηγούμενη εβδομάδα. Μου άρεσε παρα πολύ και παρόλο που δεν έχω σχέση με τα καλλιτεχνικά, θεωρώ ότι έμαθα πολλά για τον Τσαρούχη και την ιδιαιτερόττα του έργου του. Πάντως, όντως, δεν ήξερα πώς να προχωρήσω μέσα στην αίθουσα και μπερδευτηκα με τις εισόδους - εξόδους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στα ιστολόγιο της Μουσειολογίας όπου έχω κάνει υπερσύνδεση με την ανάρτηση αυτή, σχολίασε μία συνάδελφος και μεταφέρω το σχόλιό της και εδώ.
    Ευχαριστώ πολύ.

    http://greekmuseologists.ning.com/profiles/blogs/ephiskepse-sten-anadromikhe?commentId=2928604%3AComment%3A6084&xg_source=msg_com_blogpost


    Καλημέρα,
    Διάβασα την ανάρτησή σας.
    Ομολογώ ότι δεν έχω δει την έκθεση και δεν μπορώ να συμφωνήσω ή να διαφωνήσω.

    Θεωρώ όμως πολύ σημαντικό το γεγονός να επισημαίνονται πια οι ελλείψεις μουσειολόγων σε εκθέσεις και μουσεία της χώρας, όταν διαπιστώνονται. Και μάλιστα με τόσο συγκεκριμένα παραδείγματα μέσα από τους εκθεσιακούς χώρους. Είχε επισημανθεί άλλωστε και παλαιότερα απο μερίδα του τύπου πως στην ομάδα μελέτης του νέου Μουσείου Ακρόπολης δεν συμμετείχε μουσειολόγος.
    Συνεπώς, το γεγονός αυτό καθεαυτό, δυστυχώς, δεν προξενεί έκπληξη.
    Έχει σημασία όμως να υπογραμμίζεται πια, ώστε να καταφέρει να γίνει η συμμετοχή μας αυτονόητη (θεωρείτε ότι είμαι υπερβολικά αισιόδοξη?).

    Από την άλλη, με λύπη θα συμφωνήσω στο ότι η ύπαρξη μουσειολόγου δεν επιφέρει αναγκαστικά κάποιο αποτελεσμα. Το βλέπω να συμβαίνει κάθε μέρα και σε συναδέλφους και σε μένα.
    Πολλά μουσεία ή οργανισμοί και φορείς χρησιμοποιούν εξειδικευμένο προσωπικό,
    χωρίς να το αφήνουν να κάνει τη δουλειά του.
    Και πάλι όμως θα με βρείτε αισιόδοξη: θεωρώ πως αν κάθε φορά καταφέρνουν κάποιοι από εμάς να κάνουν κάτι μικρό ίσως κι αμελητέο ίσως, κάποια στιγμή προσθετικά πια, θα φανεί το αποτέλεσμα. Κι έχουμε ανάλογα παραδείγματα και λαμπρά μάλιστα στην Ελλάδα.
    Είναι όμως κάπως απογοητευτικό για το Μπενάκη, γιατί ξέρουμε καλά ότι για πρακτικές και μαθητείες έχει κατά καιρούς απασχολήσει μουσειολόγους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

it's your space, build what you want